- άρμοσμα
- ἅρμοσμα, το (Α) [αρμόζω]η εργασία της συναρμολόγησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁρμοσμάτων — ἅρμοσμα joined work neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek